Μελανήσιοι

Μελανήσιοι
Οι κάτοικοι της Μελανησίας. Συγγενεύουν φυλετικά με τους Αυστραλούς Αβορίγινες και θεωρείται ότι οι πρώτοι κάτοικοί της προήλθαν από τη νοτιοανατολική Ασία γύρω στο 30000 π.Χ. Ορισμένες ομάδες Μ. συγγενεύουν περισσότερο με τους Παπούα, ενώ άλλοι φέρουν χαρακτηριστικά που θυμίζουν περισσότερο τους πληθυσμούς της Πολυνησίας. Έχουν δέρμα καστανό σκούρο, βραχύ ή μεσο ανάστημα, σγουρά μαλλιά και πλατύ πρόσωπο, με ψηλό μέτωπο και κοίλη μύτη, ενώ εμφανίζουν έντονη δολιχοκεφαλία. Η κοινωνία τους βασίζεται σε εσωγαμικές πατριές, χωρισμένες σε μερικές ζώνες (Νήσοι Σολομώντα κ.α.) σε τάξεις ηλικίας· γενικά, οι απόγονοι ακολουθούν μητριαρχική γραμμή. Η οικονομία βασίζεται στη χειρωνακτική γεωργία, στο κυνήγι και στην αλιεία· κυριότερα όπλα είναι το ρόπαλο, το τόξο και το δόρυ με αιχμές από πέτρα, αγκάθια, κόκαλα κλπ. Τυπική κατοικία είναι η τετράγωνη καλύβα, στηριγμένη συχνά σε ψηλούς πασσάλους. Εκτός από τη συγγένεια με άλλους πολιτισμούς (ινδονησιακό και ασιατικό), στην τέχνη της Μελανησίας είναι επίσης φανεροί εθνικοί και πολιτιστικοί δεσμοί με τη Μικρονησία και την Πολυνησία. Η λατρεία των νεκρών παρέχει στους Μελανήσιους τα κύρια θέματα της πλούσιας και ποικίλης καλλιτεχνικής παραγωγής και προπάντων της ξυλογλυπτικής, η οποία χαρακτηρίζεται από αυστηρή διακοσμητική αίσθηση και πρωτότυπες πλαστικές λύσεις. Σημαντικές ζώνες καλλιτεχνικής δραστηριότητας στο παρελθόν υπήρξαν, εκτός από τη νοτιοδυτική και βορειοδυτική Νέα Γουινέα, η περιοχή της λίμνης Σεντάνι, του ποταμού Σεπίκ, του κόλπου του Αστρολάβου και των κόλπων Υόν, Μασίμ και της Παπούα. Στη Μελανησία υπάρχουν και άλλα αρχιπελάγη με ενδιαφέρουσες καλλιτεχνικές παραδόσεις, όπως τα Νησιά του Ναυαρχείου και του Σολομώντα, το Βανουάτου, η Νέα Καληδονία και το αρχιπέλαγος Βίσμαρκ. Οι κάτοικοι της Μ. έχουν ως επί το πλείστον ασπαστεί τον Χριστιανισμό, αν και υπάρχουν διάφορες λατρείες. Μελανησιακή γλώσσα. Γλώσσα που μιλιέται στα νησιά του Αυστραλιανού αρχιπελάγους (Νέα Καληδονία, Νέες Εβρίδες, Νησιά του Σολομώντα, Αρχιπέλαγος του Βίσμαρκ, ανατολικές ακτές της Νέας Γουινέας, Μικρονησία κ.α.), από περίπου ένα εκατομμύριο άτομα. Ουσιαστικά πρόκειται για εκατοντάδες (περίπου 200) διαλέκτους που διακρίνονται για το πλήθος των συμφώνων τους και τον μεγάλο πλούτο τους στον σχηματισμό αριθμών. Οι διάλεκτοι αυτές δεν έχουν γραφή. Χαρακτηριστικός τύπος γυναίκας της μελανησιακής φυλής από τα Νησιά του Σολομώντα. Ξυλόγλυπτο δείγμα λαϊκής μελανησιακής τέχνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βανουάτου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Το Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο ΝΔ τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, ανατολικά της Νέας Καληδονίας και στα ¾ …   Dictionary of Greek

  • Παπούα — Αναφέρονται και με την εξελληνισμένη μορφή Παπούες. Πληθυσμός της Νέας Γουινέας. Το όνομά τους προέρχεται από το μαλαϊκό πουάχ πουάχ, δηλαδή κατσαρά μαλλιά, επειδή έχουν χαρακτηριστική κόμη, που διακρίνει καθαρά τους Π. από τους μογγολικούς… …   Dictionary of Greek

  • Ωκεανία — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζεται ολόκληρος ο νησιωτικός κόσμος που βρίσκεται στον Ειρηνικό ωκεανό, εκτείνεται προς Α των νησιωτικών συγκροτημάτων της ανατολικής Ασίας, της Νέας Γουινέας και της Αυστραλίας και προς Δ των νησιών του ανατολικού… …   Dictionary of Greek

  • κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • μαλάνγκαν — Συμβατική ονομασία για τα παραδοσιακά γλυπτά και τις μάσκες των Μελανησίων. Οι Μελανήσιοι βρίσκουν στη λατρεία των νεκρών, στην τήρηση των νόμων που ρυθμίζουν τις κοινότητες και ιδίως στις μυστικές κοινότητες, τις αιτίες για να δημιουργήσουν την… …   Dictionary of Greek

  • μαλλιά — Το σύνολο των τριχών οι οποίες καλύπτουν το κρανίο του ανθρώπου. Το χρώμα, η όψη και το πάχος της τρίχας αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα των διάφορων φυλών και χρησιμεύουν σε ανθρωπολογικές μελέτες. Το χρώμα, που οφείλεται σε κόκκους χρωστικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”